φουρνίζω

φουρνίζω
Ν [φούρνος]
1. βάζω κάτι στον φούρνο για να ψηθεί
2. φουρνίρω («μού φούρνισε και μερικές σάπιες ντομάτες ο μανάβης»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φουρνίζω — φούρνισα, φουρνίστηκα, φουρνισμένος, μτβ. 1. βάζω κάτι στο φούρνο για να ψηθεί, κλιβανίζω. 2. φουρνίρω (βλ. λ.), ξεφουρνίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούρνισμα — το, Ν [φουρνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φουρνίζω …   Dictionary of Greek

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • ξεφουρνίζω — 1. βγάζω κάτι από τον φούρνο 2. μτφ. παρουσιάζω ή λέω κάτι εντελώς απρόοπτα, απροσδόκητα, χωρίς να τό περιμένουν 3. (κατ επέκτ.) λέω ψέματα ή λέω παράδοξα πράγματα («κάθε φορά που έρχεται μάς ξεφουρνίζει και μια καινούργια ιστορία»). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • φουρνιστός — ή, ό, Ν [φουρνίζω] 1. ψημένος στον φούρνο 2. το θηλ. ως ουσ. η φουρνιστή ναυτ. το κομμάτι από μέταλλο ή ξύλο που χρησιμοποιείται για την στερέωση τού σκελετού τών πλοίων, η αστράβη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”